- τρέπει
- τρέπωStudien zum griech. Perf.pres ind mp 2nd sgτρέπωStudien zum griech. Perf.pres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
αύξηση — Κάθε λογής μεγάλωμα, η οποιαδήποτε ανάπτυξη. Στη βιολογία, α. ονομάζεται η διαδικασία σύνθεσης, με την οποία οι διάφορες βασικές ουσίες που απορροφούνται από το έντερο (αζωτούχοι ουσίες, λίπη, υδατάνθρακες, άλατα και νερό) μετατρέπονται σε… … Dictionary of Greek
κατατρεπτικός — κατατρεπτικός, ή, όν (Α) [κατατρέπω] αυτός που έχει τη δύναμη να τρέπει προς τα κάτω, ο ικανός να αναστρέφει. επίρρ... κατατρεπτικῶς (Α) ανάστροφα … Dictionary of Greek
κρυονέρι — Ονομασία 23 οικισμών. 1. Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 380 μ., 2.721 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 24 χλμ. ΒΑ της Αθήνας. Αποτελεί έδρα της ομώνυμης κοινότητας της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. 2. Πεδινός οικισμός… … Dictionary of Greek
φοβέστρατος — ἡ, Α (ως προσωνυμία τής θεάς Αθηνάς) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) αυτή που τρέπει σε φυγή τα αντίπαλα στρατεύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοβῶ + στρατός (πρβλ. ἀγέ στρατος, δεξί στρατος). Η μορφή τού α συνθετικού αναλογικά προς το αρχε *] … Dictionary of Greek
φυγαδευτής — oῦ, ὁ, ΜΑ [φυγαδεύω] αυτός που τρέπει σε φυγή … Dictionary of Greek
φόβος — I Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Άρη και της Αφροδίτης, αδελφός του Δείμου, με τον οποίο πάντα εμφανίζεται ως προσωποποίηση του τρόμου. Πολεμούσαν στο πλευρό του Άρη, ως συνοδοί και υπηρέτες του. Κοντά στο αρχείο των εφόρων, οι Σπαρτιάτες είχαν… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek